- ιόπλοκος
- ἰόπλοκος, -ον (Α)1. ο πλεγμένος με ία2. ο ιοπλόκαμος3. επίθ. τού Βάκχου και τής Αφροδίτης4. (κατά τον Ησύχ.) «ἰόπλοκοςἰόπεπλος ἀπὸ τοῡ χρώματος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. κυανό-πλοκος, χρυσεό-πλοκος].
Dictionary of Greek. 2013.